O πρώτος σύγχρονος Ελληνας που διατύπωσε την άποψη ότι οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να μας παραδίδουν μαθήματα διότι «όταν εμείς κτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί έτρωγαν βαλανίδια» ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Τότε μάς είχαν διώξει από το Συμβούλιο της Ευρώπης αλλά η υπόθεση δεν είχε κανένα ιστορικό βάθος. Απλώς οι Ευρωπαίοι παρέδιδαν μαθήματα δημοκρατίας και ο Παπαδόπουλος ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως.
Έκτοτε το «θεώρημα του Παπαδόπουλου» βρήκε πολλούς οπαδούς στην Ελλάδα, ακόμη και αν δεν είναι βέβαιο ότι άπαντες γνωρίζουν ποιος το έχει διατυπώσει. Και βρήκε πολλούς οπαδούς επειδή στη χώρα μας υπάρχει ένα διαχρονικό ανακλαστικό: όσοι είναι ανεπίδεκτοι μαθήσεως, αμφισβητούν στους άλλους το δικαίωμα της διδασκαλίας.
Η πλέον πρόσφατη εκδοχή του θεωρήματος διατυπώνεται με αριστερό και ελαφρώς εθνικοαπελευθερωτικό μανδύα. «Την οικονομική πολιτική τη χαράζει η ελληνική κυβέρνηση, όχι ο Τρισέ ή ο Αλμούνια, και την κρίνουν οι έλληνες πολίτες, όχι οι διεθνείς αγορές». Μάλιστα! Είναι γνωστό άλλωστε ότι, αν εξαιρέσει κανείς τέσσερις αιώνες Τουρκοκρατίας, «του Ελληνα ο τράχηλος ζυγόν δεν υποφέρει».
Η άποψη αυτή επιβιώνει τόσα χρόνια για έναν πολύ απλό λόγο: επειδή αρέσει. Και αρέσει επειδή βολεύει. Δι΄ αυτής η υστέρηση μεταμφιέζεται σε αντίσταση. Και η ανικανότητα σε ανυπακοή.
Η αλήθεια, όμως, είναι και πικρή και ωμή.
* Η οικονομική πολιτική μπορεί να υλοποιείται από την κυβέρνηση αλλά υπόκειται σε κανόνες και κινείται μέσα σε πλαίσια, τα οποία η Ελλάδα έχει ασμένως και αβίαστα αποδεχθεί.
* Η εφαρμογή αυτών των πλαισίων έχει ανατεθεί μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες σε συγκεκριμένους θεσμούς, με τη σύμφωνη γνώμη και της Ελλάδας. Πράγμα που σημαίνει πως όσα βαλανίδια και αν έτρωγαν οι πρόγονοι του Τρισέ η Ελλάδα καλείται απλώς να εκπληρώσει υποχρεώσεις που η ίδια έχει αναλάβει. Και στις οποίες αρνείται έως τώρα φανατικά να ανταποκριθεί.
Με αυτήν τη λογική, αν το Πρόγραμμα Σταθερότητας αποδειχθεί ανεπαρκές ή αν η κυβέρνηση επιλέξει το εθνικό σορολόπ, μπορεί να συντηρηθεί μια πρόσκαιρη δημοφιλία αλλά το κόστος θα το πληρώσει η χώρα.
Ήδη, ας πούμε, στη ρητορική της υπουργού Οικονομίας για το θέμα των τραπεζών επαναλαμβάνονται σχεδόν αυτούσια τα επιχειρήματα που είχε χρησιμοποιήσει η προηγούμενη κυβέρνηση στο θέμα του «βασικού μετόχου». Τότε αυτός που (υποτίθεται) δεν θα μας έλεγε τι να κάνουμε ήταν ένας «χαμηλόβαθμος υπάλληλος» των Βρυξελλών. Τώρα είναι ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αυτοπροσώπως. Ευτυχώς η διαφορά ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και στην κουταμάρα είναι συνήθως ευδιάκριτη. Δεν θα αρνηθώ ότι η Ελλάδα χρησιμοποιείται σήμερα ως πιόνι σε μια ευρύτερη σκακιέρα όπου παίζονται πολύ μεγαλύτερα συμφέροντα. Μόνο που κανείς δεν μας υποχρέωσε να καταστούμε τόσο ευάλωτοι. Ούτε μας εξανάγκασε να χρωστάμε 300 δισ. ευρώ. Η χώρα βρέθηκε στο χείλος της αβύσσου ενθουσιωδώς και αυτοβούλως. Και είναι απολύτως δική της ευθύνη να αποδείξει ότι αξίζει κάτι καλύτερο. Αν μπορεί ακόμη να το αποδείξει...