Το στρατόπεδο του κου. Σαμαρά κατηγορεί την κα. Μπακογιάννη ότι παρουσιάστηκε στη μάχη για τη διαδοχή του κου. Καραμανλή, «σαν να ‘ταν έτοιμη από καιρό». Επικαλούνται ως αποδεικτικό γεγονός, ότι η πρώην υπουργός Εξωτερικών βιάστηκε από την πρώτη μέρα, σε ένδειξη ισχύος προφανώς, να παρουσιάσει πέρα από τις πενήντα υπογραφές που απαιτούνταν τυπικώς για την επικύρωση της υποψηφιότητάς της, άλλες χίλιες υπογραφές στήριξης, προερχόμενες από επίλεκτα στελέχη της παράταξης. Είχε έτοιμες τις υπογραφές από την άνοιξη, πριν διαφανεί το ενδεχόμενο προσφυγής σε πρόωρες εθνικές εκλογές, προσάπτουν στην κα. Μπακογιάννη, οι επικριτές της.
Όλα αυτά, είναι έωλοι ισχυρισμοί. Ένας μηχανισμός σαν της κας. Μπακογιάννη χρειάζεται λίγες μόλις μέρες για τη συλλογή χιλίων υπογράφων. Πόσο μάλλον, από τη στιγμή που υπήρχαν αναρίθμητα κομματικά, αυτοδιοικητικά, συνδικαλιστικά στελέχη, έτοιμα να υποστηρίξουν ενδεχόμενη υποψηφιότητά της, ανά πάσα στιγμή αυτή εκδηλωνόταν. Εξάλλου, η κα. Μπακογιάννη, ήταν όντως «έτοιμη σαν από καιρό». Ουδέποτε το έκρυψε. Ανέκαθεν, σε επίμονες ερωτήσεις δημοσιογράφων για την επόμενη μέρα στη ΝΔ, απαντούσε κατά τρόπο σχεδόν στερεότυπο: «στηρίζω Καραμανλή, αλλά ουδέποτε έχω κρύψει ποιες είναι οι δικές μου φιλοδοξίες». Επομένως, τι ακριβώς είναι εκείνο, για το οποίο την κατηγορούν;
Ο κος. Σαμαράς, από την άλλη πλευρά, «αν και όχι έτοιμος από καιρό», εμφανίζεται … πανέτοιμος και μάλιστα, μέσα σε ενάμιση μήνα. Ακόμη και σε μηχανισμούς. Εργαζόταν ο ίδιος υπόγεια για ένα τέτοιο σκοπό, ενώ καλά-καλά δεν είχε διασφαλίσει καν την συμμετοχή του σε μία κυβέρνηση του κου. Καραμανλή, η οποία, προέκυψε εσχάτως, με τον ανασχηματισμό του περασμένου Ιανουαρίου; - είναι η λογική ερώτηση που προκύπτει. Η απάντηση είναι όχι! Διότι, ήταν άλλοι εκείνοι που εργάζονταν τα τελευταία χρόνια, μεθοδικά και συστηματικά, για να δημιουργήσουν μία διάδοχη κατάσταση, ως προς τον κο. Καραμανλή και αυτό, πριν ακόμη αρχίσει να παίρνουν κόμμα, κυβέρνηση και αρχηγός το μεγάλο δημοσκοπικό κατήφορο. Απλά, ο κος. Σαμαράς, τους προέκυψε ως υποψήφιος, διότι αυτός βρέθηκε ως βολικός, πρόθυμος και κυρίως, ως δηλωμένος αντιμητσοτακικός. Και τούτο, διότι ο λεγόμενος αντιμητσοτακισμός θα ήταν η βάση της επιχειρηματολογίας που θα χρησιμοποιούταν κατά της κας. Μπακογιάννη.
Ποιοι εργάζονταν; Ποια ήταν η ομάδα; Τα ονόματα τα ξέρετε ήδη, δεν θα σας διαφωτίσουμε εμείς. Οι αδαείς, θα τους χαρακτήριζαν σωματοφύλακες του κου. Καραμανλή. Οι σχετικά πληροφορημένοι, ομάδα Μαξίμου, ή ομάδα του λεγόμενου «πρωινού καφέ». Οι εντελώς υποψιασμένοι όμως, θα τους περιέγραφαν ως τη γνωστή … παρέα, συν τα golden boys. Σε οποιαδήποτε από τις προηγούμενες «συσκευασίες» και αν τους έβαζε κανείς, το γεγονός είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι διαχειρίζονταν κεντρικά, έχοντας ως ορμητήριο το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά και το νεοκλασσικό της Ρηγίλλης, τόσο τα κυβερνητικά, όσο και τα κομματικά πράγματα, με ότι και αν σημαίνει αυτό για την κατάληξη που είχαν κυβέρνηση και κόμμα. Φυσικά και είχαν τις δικές τους ευθύνες υπουργοί, υφυπουργοί, γενικοί και ειδικοί γραμματείς, πρόεδροι και διευθύνοντες σύμβουλοι, αλλά εκείνοι λειτουργούσαν (και ασελγούσαν) πολιτικά σε βάρος της φήμης και της προοπτικής της ΝΔ, εντός και πέριξ των συνόρων του δικού τους Βιλαετιού που τους είχε παραχωρηθεί, προκειμένου να μην εμπλέκονται στην κεντρική κυβερνητική και κομματική διαχείριση και στα κεντρικά κυβερνητικά και κομματικά deals. Μοναδικές εξαιρέσεις κυβερνητικών παραγόντων που μπορούσαν να διαπεράσουν τα τείχη αυτής της ομάδας και να επιχειρήσουν να ασκήσουν επιρροή απευθείας στον κο. Καραμανλή, ήταν εκείνες των κκ. Γιώργου Σουφλιά και Προκόπη Παυλόπουλου, με τον πρώτο, να προσπαθεί να προαγάγει τις δικές του εμμονές, αρνήσεις, έριδες, μνησικακίες πρωτίστως και κάποια εργολαβικά συμφέροντα παραλλήλως και τον δεύτερο, να αγοράζει εύνοια για τις ανάγκες της ματαιοδοξίας του, πουλώντας κολακεία. Υπήρχε και η περίπτωση του κου. Δημήτρη Σιούφα, αλλά αυτή, είναι δύσκολο να αναλυθεί, διότι θα χρειαζόμασταν τη συμβολή διάφορων ειδικών επιστημόνων.
Η ομάδα που περιγράψαμε είχε το μεγαλύτερο μέρος της ισχύος της εξουσίας στα δικά της χέρια και για να το διασφαλίσει αυτό, έκανε ότι περισσότερο περνούσε από τα χέρια της, για να απομονώσει τον κο. Καραμανλή, τόσο από την κομματική βάση, η αγωνία και η συναισθηματική ένταση της οποίας ολοένα και αυξάνονταν, όσο και από την κοινωνία, η οποία με θλίψη αρχικά, με θυμό αργότερα, κατέληγε στη διαπίστωση ότι η τεράστια πολιτική, εκλογική, ψυχική επένδυση που είχε κάνει πάνω στον κο. Καραμανλή και στη ΝΔ το 2004 και το 2007, απέδιδε αποτελέσματα εντελώς αντίθετα από τα προσδοκώμενα. Επίσης, όλοι οι συμμετέχοντες στη γνωστή παρέα, γνώριζαν εκ των προτέρων, ότι όποτε και αν ερχόταν η ήττα, ή ακόμη και η συντριβή, ήταν βέβαιο ότι ο κος. Καραμανλής, ως εγωιστής ηγέτης και αξιοπρεπής άνθρωπος, θα έπραττε ότι τελικώς έπραξε: θα αποχωρούσε, στρεφόμενος προς το περιβάλλον και τις ανάγκες της οικογένειάς του, χωρίς να δέχεται καμία συζήτηση για το ενδεχόμενο να παραμείνει. Γνώριζαν επίσης, ότι ο κος. Καραμανλής, ως ντόμπρος χαρακτήρας, θα έδινε στην κα. Μπακογιάννη το δικαίωμα να επιδιώξει, κάτι που η ίδια μαζί με τους φίλους και τους υποστηρικτές της, πίστευε ότι άξιζε και για το οποίο, έκανε υπομονή πάνω από μία δεκαετία. Γνώριζαν τέλος (αυτό και αν το γνώριζαν δηλαδή!!!), ότι με οποιαδήποτε φρέσκια και ανεξάρτητη ηγεσία στο κόμμα, οι μέρες της δικής τους παντοδυναμίας θα τελείωναν. Εύλογα θα διερωτηθεί κανείς, αν πέσει μία κυβέρνηση, τι αξίζει να ελέγχεις μέσα σε ένα κόμμα; Η απάντηση είναι: Πολλούς και πολλά. Στελέχη και ομάδες, χρήμα από την κρατική ενίσχυση, μέσα και δυνατότητες, το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής και πολλά άλλα. Διόλου ευκαταφρόνητα, όλα αυτά μαζί, έτσι δεν είναι;
Πριν καν ξεκινήσει ο μεγάλος δημοσκοπικός κατήφορος, η γνωστή ομάδα έψαχνε να «κατασκευάσει» το δικό της διάδοχο του κου. Καραμανλή που θα έπρεπε πάση δυνάμει να νικήσει την κα. Μπακογιάννη, η οποία, ούτως ή άλλως ήταν βέβαιο ότι θα έθετε υποψηφιότητα. Πρώτη τους σκέψη, αποτέλεσε ο άνθρωπος που πίστευε πως γεννήθηκε αρχηγός και επίσης, εκείνος που παρουσίαζε τα πιο ήπια, υποτονικά, απολίτικα χαρακτηριστικά μίας προσωπικότητας, εύκολα χειραγωγούμενης σε κάθε περίπτωση, δηλαδή ο κος. Αβραμόπουλος. Η συνάντησή τους μαζί του, έλαβε χώρα σε μία ταβέρνα στο Παγκράτι. Εκείνοι οργάνωσαν τη συνάντηση μυστικά, σχεδόν συνωμοτικά. Υπολόγισαν πολλές παραμέτρους, πλην μίας: τη μεγαλομανία και τη ματαιοδοξία του κου. Αβραμόπουλου. Μην έχοντας δικά του ερείσματα ούτε στα κεντρικά στελέχη, ούτε στην κομματική βάση, αλλά θέλοντας διακαώς να πείσει εαυτόν κι αλλήλους ότι δεν είναι ο μοναδικός άνθρωπος που βλέπει στο πρόσωπό του τη φιγούρα ενός παράκλητου, ενός Μεσσία, ο κος. Αβραμόπουλος διά μέσου των συνεργατών του, έσπευσε να μοιράσει την είδηση της συνάντησης, υπό τη μορφή παραπολιτικού, σε διάφορες εφημερίδες του σαββατοκύριακου που ακολουθούσε. Η ομάδα …«πάγωσε» για λίγο διάστημα, για να βάλει εμπρός για νέες ιδέες και αναζητήσεις σε επίπεδο προσώπων.
Το επόμενο πρόσωπο πάνω στο οποίο πειραματίστηκαν έστω και θεωρητικά, ήταν εκείνο του κου. Ευρυπίδη Στυλιανίδη. Υπουργός Παιδείας, σαραντάρης, πρώην πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ, προερχόμενος από νομό της παραμεθορίου, πληρούσε διάφορες πολιτικές και επικοινωνιακές προϋποθέσεις, προκειμένου να είναι ο βαλές που θα σήκωνε όλα τα χαρτιά από το τραπέζι που παιζόταν αυτή η κομματική «ξερή» των σκοπιμοτήτων. Χειρίστηκαν όμως το θέμα διαφορετικά. Ήταν εκείνοι, οι οποίοι, το διέρρευσαν ως σενάριο στις εφημερίδες, για να μετρήσουν τις αντιδράσεις του νεαρού υπουργού. Εκείνος, ανταποκρίθηκε με ανωριμότητα, το πήρε πάνω του κατά το κοινώς λεγόμενο και ακόμη και οι νεαροί συνεργάτες του επιτελείου του, άρχισαν να συμπεριφέρονται ως οι άνθρωποι του επόμενου προέδρου. Το γεγονός του εντοπισμού του σε μπουζούκια τη νύχτα του θανάτου του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου και τα πρωτοσέλιδα λαϊκών ταμπλόϊντς του σαββατοκύριακου για πολυτελείς διαμονές του στο εξωτερικό, με χρέωση της υπηρεσίας, ήρθαν απλά να κάψουν ολοσχερώς και αυτό το χαρτί, με τον κο. Στυλιανίδη να μεταφέρεται στο υπουργείο Μεταφορών, χωρίς να του παραχωρείται καν η δυνατότητα ολοκλήρωσης του σχεδίου πώλησης της Ολυμπιακής.
Οι λύσεις που απέμεναν ήταν λιγοστές. Κατ’ ακρίβεια, ανύπαρκτες. Ο κος. Μεϊμαράκης δεν τους έκανε. Διότι από την αρχή στάθηκε απέναντί τους. Διότι εκείνοι ήταν που δεν τον άφησαν να λειτουργήσει αποτελεσματικό ως γραμματέας ενός κόμματος που βρισκόταν στην κυβέρνηση. Διότι εκείνοι ήταν που γέμισαν τον κυβερνητικό κορμό, κολλητούς και ξενόφερτα χρυσά αγόρια, αντί πιστά, διαπιστευμένα, κομματικά στελέχη, παρότι ο τότε γραμματέας προέβαλε σοβαρές αντιρρήσεις. Διότι εκείνοι ήταν που συνετέλεσαν στο να σταλεί για τρία χρόνια στην πολιτική εξορία του Πενταγώνου. Διότι εκείνος, πράγματι, διέθετε τα δικά του πλατιά ερείσματα στην κομματική βάση, στοιχείο που ήταν για τη γνωστή ομάδα, το πλέον ανεπιθύμητο. Δεν εξέτασαν καν μία τέτοια σκέψη λοιπόν και με δεδομένα ότι είχε αρχίσει να διαφαίνεται καθαρά στον ορίζοντα το ενδεχόμενο μίας ήττας καθώς και ότι ο υπουργός Άμυνας και πρώην γραμματέας θα έπαιζε ένα απολύτως ρυθμιστικό ρόλο αναφορικά με την επόμενη μέρα, συνέχισαν να τον αποδομούν επικοινωνιακά άλλοτε ως «λαγό» και πάντοτε ως …«Βαγγέλα», χρησιμοποιώντας το μηχανισμό δημοσιογραφικής επιρροής του κου. Ρουσόπουλου.
Σκέψεις σίγουρα υπήρχαν και πολλές μάλιστα, για τον κο. Σπηλιωτόπουλο, η επαναφορά του οποίου στην κυβέρνηση και ειδικά στο υπουργείο Τουρισμού αρχικά και στο υπουργείο Παιδείας στη συνέχεια, συνέτεινε στην επιστροφή του ως κεντρικού «παίκτη» μέσα στο κεντρικό σύστημα, αλλά η διαφορά ήταν ότι ο νεαρός Πατρινός, είχε πλέον αυτονομηθεί ως πολιτική παρουσία και επίσης, ότι δε μπορούσε ποτέ του να εμπιστευτεί μία ομάδα, που είχε συμβάλλει όσο κανείς ή όσο τίποτε άλλο, για να απομακρυνθεί από τη Ρηγίλλης και να μείνει στο «ψυγείο» της πολιτικής για οκτώ -περίπου- χρόνια.
Η λύση που απέμενε, ήταν εκείνη του ασώτου, που επιστρέφει πανηγυρικά, για να καταλάβει ολόκληρη την πατρική οικία, όχι απλά μία γωνιά μέσα σε αυτή. Έτσι, δόθηκε μάχη για να μπει ο κος. Σαμαράς στην κυβέρνηση, στον τελευταίο ανασχηματισμό και μάλιστα, σε μία υπουργική θέση που θα του εξασφάλιζε αίγλη, κονδύλια, προσωπικό, αλλά λίγους μπελάδες και ακόμη μικρότερη προσωπική φθορά. Όλα όσα ακολούθησαν, το πώς ο κος. Σαμαράς παρουσιάστηκε ως φορέας του «Καραμανλισμού», ενώ είχε συμπεριφερθεί κατ’ επανάληψη με αναίδεια και ασέβεια απέναντι στο πρόσωπο του Εθνάρχη και το πώς από κατηγορούμενος για μία αποστασία που έκανε πριν δέκα-έξι χρόνια στο κόμμα του οποίου την ηγεσία διεκδικεί σήμερα, βρέθηκε στη θέση να κατηγορεί την αντίπαλό του για μία αποστασία που έκανε πριν από σαράντα-τέσσερα χρόνια στο κόμμα της απέναντι παράταξης ο πατέρας της, πως ο κος. Αβραμόπουλος από μετριοπαθής του κέντρου κατέληξε συνέταιρος στη βάση συμφωνίας πολιτικών αρχών (!!!) με έναν σκληρό της δεξιάς, τα ξέρετε από πρώτο χέρι.
Πως (αντι)στάθηκε η κα. Μπακογιάννη απέναντι σε όλα αυτά; Προφανώς με αυτοπεποίθηση, διότι δεν θα πίστευε ποτέ της ότι ακόμη και σε κατάσταση βαριάς κατάθλιψης, ο κος. Καραμανλής δεν θα διέπραττε το ελάχιστο για να παρεμποδίσει τη συνωμοτική δράση των ανθρώπων της δικής του ομάδας, με αλαζονεία, διότι θεώρησε ότι η ισχύς των μηχανισμών πάντοτε υπερνικάει οποιοδήποτε εμπόδιο και δυσκολία, ίσως και με αφέλεια, διότι δε μπορούσε καν να φανταστεί ότι θα έβρισκε απέναντί της τον άνθρωπο που έριξε κυβέρνηση ΝΔ το ’93 και ψήφισε κυβέρνηση ΠαΣοΚ το ’95. Και όμως, στην πολιτική και ειδικά σε αυτό το κόμμα, τίποτα δεν είναι αδύνατον - όπως αποδεικνύεται.
Είναι σίγουρο πως πριν τελειώσει η γραφή αυτής της ανάρτησης, κάποιοι θα εκτοξεύουν ήδη τα φαρμακερά τους βέλη, ότι είμαστε και εμείς ντοράκια. Ούτε ντοράκια είμαστε, ούτε σαμαράκια. Ο τελευταίος ηγέτης στον οποίο πιστέψαμε ήταν ο κος. Καραμανλής και μετά από αυτόν, όλες και όλοι μοιάζουν ανεπαρκείς για να αναπληρώσουν το δικό του μέγεθος.
Η κα. Μπακογιάννη έχει διαγράψει τη δική της προσωπική κομματική διαδρομή, η οποία απολογιστικά, κρίνεται ως θετική, ειδικά από το χρονικό σημείο που αποφάσισε να εξοικειωθεί με το γεγονός ότι ο κος. Καραμανλής ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης, όχι απλά ενός κόμματος και μίας παράταξης, αλλά ενός μεγάλου κομματιού της ελληνικής κοινωνίας και κατά συνέπεια, δέχτηκε να περιμένει έως ότου φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να κυνηγήσει τα όνειρά της. Δε μας αρέσει καθόλου το γεγονός ότι ξεκίνησε να καλλιεργεί αυτά τα όνειρα από νεαρή ηλικία, όχι ως Ντόρα, αλλά ως κόρη Μητσοτάκη και χήρα Μπακογιάννη, ούτε εξάλλου και το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα περιστοιχίζεται από υπερόπτες, οι οποίοι πιστεύουν πως απευθύνονται σε παθητικούς υπηκόους και όχι ενεργούς πολίτες. Δε μας αρέσει πολύ περισσότερο το γεγονός ότι περιβάλλεται από όλους τους βαρόνους του κόμματος και όλους τους γόνους των πολιτικών τζακιών, οι οποίοι, δε θα επιτρέψουν ποτέ στο παιδί από τη Βελωτά Ευρυτανίας να έχει την παραμικρή τύχη να προκόψει μέσα σε αυτό το σύστημα και -γιατί όχι;- να διεκδικήσει και αυτό κάποτε την προεδρία. Ευχή μας θα ήταν, ένα τζάκι να ρίξει τα τζάκια. Αφού δεν το κατάφερε, ή δεν το θέλησε αυτό, ο ίδιος ο κος. Καραμανλής, αμφιβάλλουμε εάν το καταφέρει, ή το θελήσει ποτέ η κα. Μπακογιάννη.
Αλλά από την άλλη πλευρά, δε θα επιτρέπαμε ποτέ στην ψυχή μας και στο χέρι μας να πήγαινε να έριχνε στην κάλπη το όνομα ενός ανθρώπου που όχι μόνο εκπλήσσει ακόμη και τους Ευρωπαίους πολιτικούς που παρακολουθούν συστηματικά τα ελληνικά πολιτικά δρώμενα, με το θράσος του να διεκδικεί και μάλιστα με τρόπο προκλητικά επιθετικό, την ηγεσία του κόμματος το οποίο πρόδωσε πολλαπλώς και επανειλημμένως, αλλά ταυτόχρονα, αποτελεί και το Δούρειο Ίππο κάποιων ανθρώπων οι οποίοι πιστεύουν ότι έχουν ακόμη πολλά περιθώρια και δυνατότητες να απομυζήσουν όνειρα, οράματα και ελπίδες από την ψυχή και τα μάτια ενός αγνού και άδολου κόσμου που υποστηρίζει τη ΝΔ. Έχουν δε το θράσος, να εγκαλούν και να δαιμονοποιούν την απέναντι πλευρά, αποδίδοντάς της συνωμοτικότητα και υστεροβουλία ως προς τον τρόπο και το χρόνο που προετοιμαζόταν.
Επιπλέον, έχοντας γεμίσει από θυμό με τις συμπεριφορές που απορρέουν από το περιβάλλον συνεργατών του κου. Σαμαρά, θα θέλαμε να δώσουμε μία πληρωμένη απάντηση σε εκείνους τους εθνικιστές που μέμφονται όποιον δεν πάει μαζί τους για αρνησιπατρία, τους νεόπλουτους και κονομισάριους που το παίζουν λαϊκοί και ψάχνουν στην από ‘κει πλευρά για νεοφιλελεύθερους, τους ντελικανήδες που «ξεφωνίζουν» όσους επιλέγουν την κα. Μπακογιάννη, ως «φλώρους» και «φλούφληδες», στην επιεικέστερη εκδοχή. Τέλος, θα προβάλλαμε μία στάση όχι απλά καχυποψίας, αλλά αποστροφής στο πρωτοφανές φαινόμενο το εργολαβικό-εκδοτικό κατεστημένο της Διαπλοκής που συντηρεί και συντηρείται από το σύστημα ΠαΣοΚ, να τοποθετείται τόσο σκανδαλωδώς ανοικτά υπέρ ενός εκ των υποψηφίων προέδρων του κόμματος που πάντοτε καταπολεμούσε.
Αν πηγαίναμε στην κάλπη, στον πρώτο γύρο θα ψηφίζαμε τον κο. Ψωμιάδη. Ναι, είναι γραφικός. Όταν επιλέγει δε να είναι τακτικός συνομιλητής του κάθε αυτιά στα τηλεπαράθυρα, γίνεται παραπάνω από γραφικός – θα λέγαμε ιλαρός. Αλλά είναι η μοναδική υποψηφιότητα που εκπροσωπεί σε επίπεδο συμβολισμού την ενότητα του κόμματος και τη σκέψη του απλού, λαϊκού, καθημερινού ανθρώπου της βιοπάλης. Είναι ο μοναδικός που ανέβηκε στο βήμα του συνεδρίου και είχε την ελευθερία (διότι προφανώς καταλαβαίνει πως δεν υπάρχει περίπτωση να εκλεγεί) να «κράξει» όλους τους κυβερνητικούς παράγοντες που είχαν συνωστιστεί στις δύο πρώτες σειρές, αφήνοντας τη βάση να καθίσει όπως πάντοτε στη γαλαρία. Στόχος της επιλογής μας, θα ήταν να πάει η εκλογή στο β’ γύρο, να κερδίσει ο κος. Ψωμιάδης ποσοστό 15-20% και να κινηθούν οι άλλοι δύο οριακά, ελάχιστα πάνω, ή ελάχιστα κάτω από το 40%. Έτσι, απλά και μόνο για να τσαλακωθεί όχι τόσο το γόητρο, όσο ο εγωισμός τους.
Στο β’ γύρο, μεταξύ δύο υποψηφιοτήτων με τις οποίες δε συμφωνούμε για τους λόγους που σας περιγράψαμε εκτενώς παραπάνω, θα επιλέγαμε την καλύτερη δυνατή, μόνο και μόνο για να μην έρθει η χειρότερη, ακολουθώντας τη συνταγή του το "μη χείρον, βέλτιστον". Θα ψηφίζαμε την κα. Μπακογιάννη, διότι πιστεύουμε πως δεν θα εξοβέλιζε τους ριζοσπαστικούς δεξιούς, σε τέτοια κλίμακα όσο ο κος. Σαμαράς τους φιλελεύθερους, δεν θα έφερνε στα πράγματα μία ομάδα τόσο διαβρωτική και συνάμα διαβρωμένη, όσο είναι εκείνη που θα παρέμενε κραταιά στην περίπτωση που θα εκλεγόταν ο αντίπαλός της και τέλος, δε θα περιόριζε τις δυνατότητες της ΝΔ να επανέλθει δυναμικά στο πολιτικό (ή μήπως πολεμικό είναι το σωστό;) τοπίο, μεταμορφώνοντάς την σε ένα συνοθύλευμα πυρήνων μίας ιδεολογικής τζιχάντ όπως θα έκανε ο Μεσσήνιος πολιτικός, αλλά αντιθέτως, θα την οργάνωνε στο πρότυπο ενός τακτικού στρατού, ικανού να καταγάγει στρατηγικής συμμαχίας επιτυχίες, από την πρώτη στιγμή.
Αυτές είναι οι θέσεις μας και αυτή είναι Η ΘΕΣΗ ΜΑΣ, για την οποία, είχαμε πολλές ηθικές και συναισθηματικές αναστολές, αλλά αυτές κατέπεσαν μετά και από την κτηνωδία που διαπράχτηκε μέσα από το δημοσίευμα του VetoMag κατά της κας. Μπακογιάννη και την άρνηση του κου. Σαμαρά, του κατά τ’ άλλα ευγενούς και καλλιεργημένου κολλεγιόπαιδος και γόνου μίας καθωσπρέπει αστικής και μίας προβεβλημένης πνευματικής καταγωγής, να την καταδικάσει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)