Ρεπορτάζ της ΕΛΕΝΑΣ ΛΑΣΚΑΡΗ στην εφημερίδα «Τα Νέα» 11/2/2010Παγίδες έξτρα φόρων, κυρίως για τα μεσαία εισοδήματα, κρύβει η σύνδεση του αφορολόγητου ορίου των 12.000 ευρώ με αποδείξεις αξίας ίσης με το 30% του εισοδήματος. Το κλειδί των κρυφών επιβαρύνσεων βρίσκεται στο είδος των αποδείξεων που καλούνται να συλλέξουν οι πολίτες για να κατοχυρώσουν το αφορολόγητο, καθώς εξαιρούνται βασικές και μεγάλες μηνιαίες δαπάνες των νοικοκυριών.
Δαπάνες ενοικίων, δόσεων στεγαστικών δανείων και όλοι οι λογαριασμοί ΔΕΚΟ, που αποτελούν μεγάλο κεφάλαιο στον μηνιαίο οικογενειακό προϋπολογισμό, δεν αναγνωρίζονται για την κατοχύρωση του αφορολόγητου ορίου, ενώ προβλήματα γεννά και η αναγνώριση αποδείξεων από βενζινάδικα και περίπτερα που σήμερα δεν εκδίδουν αποδείξεις. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο εξαιτίας του γεγονότος ότι το ποσό των απαιτούμενων αποδείξεων υπολογίζεται σε συνάρτηση με το δηλωθέν εισόδημα, το οποίο προφανώς δεν είναι στο σύνολό του διαθέσιμο, καθώς ενσωματώνει τους κανονικούς φόρους που οφείλονται σε ετήσια βάση.
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ
Για παράδειγμα, φορολογούμενος με δηλούμενο εισόδημα 27.000 ευρώ καλείται να πληρώσει φόρο 3.520 ευρώ. Αμέσως το διαθέσιμο εισόδημά του, χωρίς να αφαιρούνται άλλες κρατήσεις, περιορίζεται στις 23.480 ευρώ. Έστω ότι ο φορολογούμενος αυτός πληρώνει σε δόση στεγαστικού δανείου (που δεν μετράει ως απόδειξη για το αφορολόγητο) 600 ευρώ τον μήνα ή 7.200 ευρώ τον χρόνο. Το διαθέσιμο εισόδημα περιορίζεται στις 16.280 ευρώ. Αν προστεθούν και οι δαπάνες για φως, νερό, τηλέφωνο (σταθερό και κινητό) 150 ευρώ, συγκεντρώνονται άλλα 1.800 και το διαθέσιμο εισόδημα συρρικνώνεται στις 14.480 ευρώ. Αν ο συγκεκριμένος φορολογούμενος οδηγεί αυτοκίνητο και πληρώνει δόση γι΄ αυτό, που επίσης δεν αναγνωρίζεται, και βάζει βενζίνη χωρίς να μπορεί να πάρει ακόμη απόδειξη, μαζεύονται άλλα 500 ευρώ μηνιαίως ή 6.000 ετησίως, τα οποία με τα ασφάλιστρα αυτοκινήτου (επίσης δεν μετράνε για το αφορολόγητο) αυξάνονται σε 6.500 ευρώ. Τελικά ο συγκεκριμένος φορολογούμενος δεν μπορεί να καλύψει τις αποδείξεις που απαιτούνται για να καρπωθεί το αφορολόγητο. Με τις παραπάνω δαπάνες, το διαθέσιμο εισόδημά του έχει περιοριστεί στις 7.980 και θα πρέπει να προσκομίσει στην Εφορία αποδείξεις αξίας 8.100 για να έχει το αφορολόγητο των 12.000! Εναλλακτικά, αν δεν καταφέρει να συγκεντρώσει τις απαιτούμενες αποδείξεις, για τη διαφορά ανάμεσα στις απαιτούμενες και τις συγκεντρωθείσες αποδείξεις θα κληθεί να καταβάλλει φόρο 10%. Αν λοιπόν ο συγκεκριμένος φορολογούμενος αντί για 8.100 αποδείξεων έχει καταφέρει να συγκεντρώσει αποδείξεις αξίας 5.100, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον φόρο 300 ευρώ.
Οι δυσκολίες συγκέντρωσης αποδείξεων στο 30% του εισοδήματος είναι επίσης μεγάλες σε ζευγάρια όπου ο σύζυγος κερδίζει 30.000 ευρώ και χρειάζεται αποδείξεις 9.000 ενώ η σύζυγος 20.000 και απαιτούνται αποδείξεις 6.000 ή συνολικά 15.000 ευρώ.
Πιθανά ψεγάδια μπορεί να κρύβονται και για τα υψηλότερα εισοδήματα, με το Δημόσιο αυτή τη φορά να κινδυνεύει να χάσει φόρους. Κι αυτό γιατί ασχέτως ύψους εισοδήματος, εφόσον αυτό υπερβαίνει τα 40.000 ευρώ, οι απαιτούμενες αποδείξεις για να καλυφθεί το αφορολόγητο είναι 12.000 ευρώ.
Έτσι, ένας φορολογούμενος με ετήσιο εισόδημα 300.000 ευρώ, ο οποίος προφανώς δεν έχει κανένα πρόβλημα να συγκεντρώσει τις αποδείξεις των 12.000 ευρώ και μπορεί άνετα να φτάσει στα 15.000 αποδείξεων κερδίζοντας και μπόνους έκπτωση φόρου 300 ευρώ, δεν έχει κανένα λόγο να ζητήσει επιπλέον αποδείξεις και μπορεί κάλλιστα να επιμείνει στην κλασική λύση της αγοράς προϊόντων ή υπηρεσιών στη λογική, π.χ., 100 ευρώ με απόδειξη- 80 χωρίς. Παράλληλα, σε περιπτώσεις υψηλών εισοδημάτων με άνεση στη συγκέντρωση των απαιτούμενων αποδείξεων, τίποτα δεν εμποδίζει την «εμπορία» αποδείξεων.
* Το γράφημα αποτελεί επίσης αναδημοσίευση από τα «Νέα»