12 Ιαν 2010

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Οι αφανείς πτυχές της υπόθεσης με τους μισθούς της Βουλής

Εφόσον, όλοι οι «αυριανιστές», δημοσιογράφοι και πολιτικοί, αποφάσισαν να ασχοληθούν με το περιώνυμο … σκάνδαλο του 15ου και του 16ου μισθού των διοικητικών υπαλλήλων και επιστημονικών συνεργατών που είναι χρεωμένοι στο μισθολόγιο της Βουλής των Ελλήνων, ας ασχοληθούν λίγο πιο σοβαρά και με το εάν και κατά πόσον όλοι αυτοί οι άνθρωποι, χωρίς εξαιρέσεις, καταφέρνουν να βάλουν τα χρήματα αυτά τελικά στην τσέπη τους και στο οικογενειακό εισόδημά τους.

Το λέμε αυτό, διότι αποτελεί ένοχο, ανομολόγητο μυστικό ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπαλλήλων και συνεργατών όχι μονίμων, αλλά αορίστου, ή ορισμένου χρόνου, εκείνοι που καλύπτουν την απασχόλησή τους στη Βουλή, ενθυλακώνουν τα χρήματα από υπερωρίες, οδοιπορικά και επιδόματα, εκβιάζοντάς τους με πιθανή απώλεια της θέσης τους, μαζί με το βασικό μισθό που λαμβάνουν. Οι δικαιολογίες μάλιστα, είναι από ιλαρές, έως φαιδρές. Χαρακτηριστική είναι περίπτωση βουλευτή που έλεγε στον επιστημονικό συνεργάτη του, πως θα του παρακρατούσε τα … «παραπάνω» (υπερωρίες, οδοιπορικά, επιδόματα), για να τσοντάρει να πληρώνει το νοίκι του γραφείου και τη γραμματέα. Φυσικά, με την ανεργία που μαστίζει τους νέους επιστήμονες και ειδικότερα εκείνους των Κοινωνικών Επιστημών, που έχουν ως μία εκ των ελαχίστων βασικών επιλογών τους να δουλέψουν για κάποιο βουλευτή, πολιτικό γραφείο κλπ., καταλαβαίνετε πως οι εκβιασμοί γίνονται τελικώς αποδεκτοί.

Καταλαβαίνετε ότι αυτοί οι συνεργάτες και οι υπάλληλοι, θα υποστούν τεράστια ζημία στον οικογενειακό οικονομικό προγραμματισμό τους, εάν υπάρξει κατάργηση των δύο έξτρα μισθών, συν περικοπή των υπερωριών και των οδοιπορικών τους, ενώ, εάν δεν υπάρξει κατάργηση ή περικοπές στα προηγούμενα, αλλά φορολόγησή τους, πιθανώς οι άνθρωποι αυτοί θα φορολογούνται για έξτρα χρήματα τα οποία ενθυλακώνουν οι … «πάτρωνές» τους.

Τελικά, το σκάνδαλο με τον 15ο και 16ο μισθό της Βουλής, δεν είναι ακριβώς όπως σας το περιγράφουν και εμπεριέχει αφανείς πτυχές, που από μόνες τους, είναι πολύ πιο σκανδαλώδεις.

Τους αξίζει ένα ισχυρό σοκ! Αλλά τι είδους και ποιος θα το προκαλέσει;

Γράφει ο ΛΑοΚοΩΝ

Γεννηθήκαμε, μεγαλώσαμε και όπως πηγαίνουν τα πράγματα θα γεράσουμε και θα πεθάνουμε, με τον εφιάλτη της Λιτότητας να στοιχειώνει ολόκληρη τη ζωή μας. Ελάχιστα και βιαστικά είναι τα ενδιάμεσα διαστήματα, στα οποία «καλλιεργείται» η αίσθηση μίας ελάχιστης οικονομικής ανακούφισης, ίσως και ευμάρειας, μόνο που η τελευταία συνήθως αποδεικνύεται επίπλαστη, πρόσκαιρη, ενδεχομένως και … ύποπτη, όπως συνέβη με τη μεγάλη απάτη του Χρηματιστηρίου.

Τι φταίει ώστε ο μέσος πολίτης, ή εάν το δούμε με κοινωνικοπολιτικούς όρους, η μεσαία τάξη της ελληνικής κοινωνίας, να καλούνται συνεχώς να καταβάλλουν βαρύ, αβάσταχτο θα έλεγε κανείς τίμημα, προκειμένου να συμμαζεύεται στα Δημόσια Οικονομικά μία κατάσταση, η οποία, παρόλα αυτά, πάντοτε διολισθαίνει προς το χειρότερο;

Δεν χρειάζεται να είμαστε οικονομολόγοι, ή να εισέλθουμε στη βάσανο μίας εις βάθος τεχνικής και επιστημονικής ανάλυσης για να καταλάβουμε ότι η δραστική αντιμετώπιση των δημοσιονομικών μας προβλημάτων δεν είναι δυνατό και φυσικά, ούτε δίκαιο να προκύψει από την πρόσθετη φορολόγηση των μεσαίων εισοδημάτων, πόσο μάλλον των απλών μισθωτών που με ένα «ξερό» μισθό παλεύουν να καλύψουν ένα σωρό υποχρεώσεις, επιβάλλοντάς τους, ακόμη περισσότερες άμεσες επιβαρύνσεις (χαράτσι σε μισθούς-επιδόματα), ή έμμεσες (αύξηση τελών φορολόγησης σε στοιχειώδη είδη καταναλωτικής ανάγκης όπως είναι τα καύσιμα). Ούτε φυσικά και από την περιστολή των δημοσίων δαπανών, ειδικά στους κρίσιμους τομείς της Παιδείας και της Εκπαίδευσης, της Υγείας και της Πρόνοιας, της Ασφάλειας και της Άμυνας.

Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως σε επαγγελματίες και επιτηδευματίες, οι οποίοι, ασκώντας ελεύθερα επαγγέλματα που έχουν πέραση και πληρώνονται αδρά, αθροίζουν τεράστια ετήσια κέρδη, από τα οποία, ένα μικρό -μόνο- μέρος δηλώνουν επισήμως στις αρμόδιες κρατικές αρχές. Τα ίδια και ακόμη χειρότερα συμβαίνουν με μεγαλοτραπεζίτες, μεγαλοβιομηχάνους, μεγαλοεπιχειρηματίες οι οποίοι, διατηρώντας υψηλές διασυνδέσεις με ισχυρούς πολιτικούς παράγοντες και συμφωνίες αλληλοβοήθειας και αλληλοκάλυψης με παράγοντες της Δημόσιας Διοίκησης και κυρίως, τις κομματικές νομενκλατούρες που τη διαχειρίζονται, πλουτίζουν αδιάκοπα, χωρίς να ανταποκρίνονται ακόμη και σε συμβατικές υποχρεώσεις που έχουν απέναντι στο κράτος και στην κοινωνία και χωρίς να επωμίζονται το μέρισμα κοινωνικής ευθύνης που θα έπρεπε κανονικά να τους αναλογεί, ειδικά σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, παρατηρείται απώλεια χρημάτων όχι από δαπάνες, αλλά από σπατάλες εντός του χώρου της Δημόσιας Διοίκησης, τις οποίες, όπως καταλαβαίνει εύκολα καθένας μας, τις απολαμβάνουν και πάλι οι ισχυροί πολιτικοί παράγοντες και κυρίως, οι κομματικές νομενκλατούρες που τους περιστοιχίζουν - και στις οποίες αναφερθήκαμε μόλις πριν.

Επομένως, για να μη θιγούν στο ελάχιστο όλοι οι προηγούμενοι, τα συνεταιράκια της κακοδιαχείρισης και της αρπαχτής, στο τέλος, ο λογαριασμός στέλνετε σε όλους εμάς. Τόσο απλά!

Πως μπορεί αυτό να αλλάξει;

Είναι δύσκολο να περιμένει κανείς δράση ή αντίδραση από τους υπάρχοντες πολιτικούς οργανισμούς, όχι τόσο λόγω του γεγονότος ότι οι ηγεσίες τους συναπαρτίζονται από τους λεγόμενους «πορφυρογέννητους» που δεν έχουν την παραμικρή ιδέα, αλλά ούτε καν το τυπικό ενδιαφέρον να δουν και να μάθουν πως τα φέρνει βόλτα ο μέσος Έλληνας, όσο διότι ακόμη και τα μεσαία και χαμηλά στελέχη τους, τα οποία ενδεχομένως προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, έχουν εθιστεί να συμμετέχουν στο παιχνίδι της εξουσίας δια της σιωπής και όχι δια της παρέμβασής τους. Οι εξαιρέσεις ανάμεσά τους, αντιμετωπίζονται συνήθως από τις ηγεσίες, ως γραφικοί που δεν απειλούν, ή ως παρείσακτοι που πρέπει να απομακρυνθούν.

Τι απομένει μετά απ’ όλα αυτά;

Προφανώς, η ανάληψη οργανωμένης δράσης, ή η επίδειξη οργανωμένης αντίδρασης από τους ίδιους τους πολίτες, μέσω των δικών τους κινήσεων και κινημάτων, κάτι που φαντάζει δύσκολο, δεδομένου ότι στην κοινωνική μας κουλτούρα, το ατομικό συμφέρον υπερισχύει της συλλογικής συνείδησης τις περισσότερες φορές.

Η κατάσταση μοιάζει προβληματική, αν όχι αδιέξοδη για τους ανθρώπους της μεσαίας τάξης και ειδικά τους μέσους μισθωτούς και μόνο ένα ισχυρό σοκ θα ήταν δυνατό να την αναστρέψει. Το ζήτημα είναι τι είδους σοκ θα είναι αυτό και ποιος θα το προκαλέσει.

Απρόβλεπτες γίνονται οι εκλογές με την επαναφορά του «50%+1»

Του ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ
Επικοινωνιολόγου
Διευθυντή της εταιρείας
Think Politics

Η επαναφορά του «50%+1» στην εκλογή δήμαρχου και περιφερειάρχη αλλάζει ριζικά το εκλογικό τοπίο για τις προσεχείς αυτοδιοικητικές εκλογές, αναφορικά με την υποβολή υποψηφιοτήτων.
Το προηγούμενο πλαφόν του «42%», προσφερόταν για ξεκάθαρες λύσεις εκλογής από τον Α’ -σε πολλές περιπτώσεις- γύρο, καθώς ήταν εφικτό για έναν/μία υποψήφιο, ιδιαίτερα για εκείνον/η που είχε λάβει χρίσμα από κάποιο από τα δύο μεγάλα κόμματα, να επιτύχει ένα ποσοστό αυτής της τάξης, ενάντια στους υπόλοιπους κομματικούς υποψηφίους, συν ίσως, κάποιον/α ανεξάρτητο/η υποψήφιο.
Από τώρα και στο εξής ωστόσο, το «50%+1» αυξάνει ραγδαία τις πιθανότητες επανάληψης της αναμέτρησης μεταξύ των επικρατέστερων υποψηφίων σε μία περιφέρεια, ή σε έναν δήμο, στο Β’ γύρο και αυτό, από πρακτική άποψη, σημαίνει τα εξής:
- Τονώνεται ο ρόλος και η σπουδαιότητα των συνδυασμών των μικρότερων κομμάτων, καθώς, η συνδρομή και η συμβολή τους στη δόμηση της βάσης του 50% στο Β’ γύρο, θα είναι σίγουρα ευπρόσδεκτη, εάν όχι εντελώς απαραίτητη.
- Αυξάνεται κατακόρυφα το ενδιαφέρον γύρω από την υποβολή ανεξαρτήτων υποψηφιοτήτων, εφόσον με αυτές, είναι δυνατό να κατακερματιστεί σε ακόμη περισσότερα και μικρότερα κομμάτια, η ψήφος του Α’ γύρου.
- Αλλάζει εντελώς και η μορφή της διαπραγμάτευσης ενόψει του Β’ γύρου, καθώς οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι δε θα δεσμεύονται από κεντρικές κομματικές συμφωνίες, ούτε και η στάση τους θα προσδιορίζεται από δεδομένες κομματικές αντιπαλότητες και επομένως, θα είναι ελεύθεροι να προσφέρουν την στήριξή τους και κατ’ επέκταση, κάποια από τα ποσοστά τους, σε εκείνον/η τον/την υποψήφιο που θα τους αναγνωρίσει και θα τους εγγυηθεί ρόλο και δικαιώματα, στο περιφερειακό, ή στο δημοτικό συμβούλιο, από την επομένη μέρα των εκλογών και ύστερα.
- Ενδέχεται μία ανεξάρτητη υποψηφιότητα να εξελιχτεί από πολιτικό ρίσκο για εκείνον/η που θα την αποτολμήσει, σε πολιτική επένδυση, εάν και εφόσον φυσικά, συγκεντρώνει τις δυνατότητες να δημιουργήσει μία βασική εκλογική δυναμική για τον Α’ γύρο.
- Τέλος, εάν υποθέσουμε ότι το διάστημα του ενός έτους μεταξύ των εθνικών και των αυτοδιοικητικών ενδέχεται να μην αποδειχθεί επαρκές για να εκτονωθεί ολοκληρωτικά η έντονη δυσαρέσκεια που εξέφρασε το εκλογικό σώμα έναντι του ενός μεγάλου κόμματος, αλλά αντιθέτως, να αποδειχθεί επαρκέστατο, προκειμένου να αθροιστούν κάποιες απώλειες σε ποσοστά για το άλλο μεγάλο κόμμα που καλείται να εφαρμόσει μία αυστηρά περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, οδηγούμαστε στη σκέψη, ότι η αντικατάσταση του προηγούμενου πλαφόν με το νέο, ευνοεί έτι περαιτέρω τις μικρότερες υποψηφιότητες, κομματικές ή ανεξάρτητες.
Το βέβαιο είναι ότι οι εξελίξεις στις εκλογές αναμένεται να είναι ενδιαφέρουσες και ίσως απρόβλεπτες.