Μεταξύ των θεμάτων που η Κυβέρνηση κατά προτεραιότητα έχει θέσει προς επίλυση είναι και «το μεταναστευτικό». Ομως η προτεινόμενη από την Κυβέρνηση ρύθμιση περιορίζεται στην παροχή δικαιώματος ψήφου στους μετανάστες (στις τοπικές εκλογές). Δεν θέλω να μπω στη λογική ότι η ρύθμιση αυτή είναι εκλογικό τερτίπι, ότι γίνεται εν όψει των δημοτικών εκλογών του προσεχούς Νοεμβρίου.
Πάντως δεν αγγίζει καν το μεταναστευτικό πρόβλημα, για το οποίο όλα τα κόμματα συμφωνούν ότι είναι υπαρκτό και ότι υπάρχει άμεση ανάγκη να αντιμετωπισθεί. Το ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν υπάρχει κάποιο κοινό πρότυπο αντιμετωπίσεώς του αποδεικνύει και την πολυπλοκότητά του.
Ειδικότερα όμως στη χώρα μας θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και οι εξής παράμετροι: Πρώτον, ότι η χώρα μας αποτελεί μια από τις κυρίες πύλες εισόδου λαθρομεταναστών στην Ευρώπη και δεύτερον, ότι ήδη ως λαός και κοινωνία βιώνουμε επαχθέστατα το πρόβλημα. Θα πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι, παρά τις προσπάθειες που κατά καιρούς έχουν καταβληθεί, το κράτος δεν γνωρίζει ούτε πόσοι ούτε ποιοι διαμένουν στη χώρα μας, ούτε αν είναι εργαζόμενοι, ούτε ποια είναι η οικογενειακή τους κατάσταση.
Συνεπώς προέχουν ο έλεγχος και η περιστολή της λαθρομετανάστευσης, αλλά και η συλλογή όλων αυτών των στοιχείων, για να υπάρξει καθαρή εικόνα απεικονίζουσα την πραγματική κατάσταση και μετά να ακολουθήσει η διεύρυνση των πολιτικών δικαιωμάτων των μεταναστών. Διαφορετικά η χορήγηση ιθαγένειας και δικαιώματος ψήφου και με ελάχιστα προαπαιτούμενα, το πιθανότερο είναι πως θα λειτουργήσουν ως κίνητρο για τη διόγκωση του λαθρομεταναστευτικού κύματος στη χώρα μας.
Κυρίως όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος να ενδυναμωθεί μια ξενόφοβη τάση με απρόβλεπτες κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στην προσπάθεια του ΛΑΟΣ να ενισχύσει την ξενοφοβία με την προσδοκία ότι έτσι θα ενισχύσει την πολιτική του επιρροή. Δεν πρωτοτυπεί άλλωστε. Ακριβώς το ίδιο συνέβη σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, όπου ακροδεξιά κόμματα αύξησαν την πολιτική τους ισχύ με μόνη σημαία την πολιτική εναντίον των μεταναστών. Και θα πρέπει να γνωρίζουν όλοι όσοι ελπίζουν ότι έτσι θα μειωθεί η δύναμη της Νέας Δημοκρατίας ότι οι πολίτες που εξ αυτού του λόγου θα προσεγγίσουν τον ΛΑΟΣ θα ανήκουν σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.
Με ανησυχεί κυρίως ότι το θέμα αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πόλωση την ελληνική κοινωνία. Γι΄ αυτό πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος συναίνεσης. Πρέπει να χτυπηθεί η πάγια αντίληψη κατά την οποία ο δικομματισμός επιβιώνει και λειτουργεί μόνον ως ρήξη και αντιπαράθεση. Η προσέγγιση με τον αντίπαλο θεωρείται αδυναμία, υποχώρηση, υποταγή. Η συγκρουσιακή τάση, έστω και τεχνητή, εκλαμβάνεται ως ισχύς, υπεροχή, επικράτηση. Το ίδιο επιβεβαιώνεται την περίοδο αυτή και με δύο άλλα σημαντικά νομοθετήματα. Το σχέδιο για τη διοικητική μεταρρύθμιση «Καλλικράτης» και την ψήφιση νέου εκλογικού συστήματος. Πρόκειται για δύο θεσμικής σημασίας ζητήματα, που απαιτούν αντίστοιχα την ευρύτερη- το δυνατόν- πολιτική συναίνεση, προκειμένου να εδραιωθούν ως εκσυγχρονιστικά και να λειτουργήσουν ωφέλιμα για τον τόπο. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα πράγματα, και τα δύο αυτά νομοθετήματα θα περάσουν με μονοκομματική έγκριση, καταψηφιζόμενα από την αξιωματική αντιπολίτευση και- στη χειρότερη περίπτωση- με τη «δέσμευση» ότι η ΝΔ προτίθεται ως κυβέρνηση να τα ανατρέψει (κατά το πρότυπο της «αντιπολιτευτικής βεντέτας», που επέβαλε το ΠαΣοΚ).
Είναι κοινότοπο να προστεθεί ότι με τις σημερινές συνθήκες τα τρία παραπάνω θέματα θα έπρεπε να αποτελέσουν το προζύμι για μια ευρύτερη συναίνεση των δυο μεγάλων κομμάτων στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσεως. Αφού στα θέματα αυτά οι θέσεις ΠαΣοΚ και ΝΔ παρουσιάζουν πολλά κοινά σημεία και λιγότερα αντικρουόμενα. Την πρωτοβουλία βέβαια θα πρέπει να την έχει η Κυβέρνηση, η οποία μέχρι σήμερα μόνο στα λόγια επιζητεί συναίνεση. Να ελπίσουμε ότι θα μεταβάλει τακτική;
* Ο κ. Ιωάννης Βαρβιτσιώτης είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Δημοκρατίας Κ. Καραμανλής και πρώην υπουργός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου